επουλώνω

επουλώνω
cicatriser

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • επουλώνω — επουλώνω, επούλωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • επουλώνω — (AM ἐπουλῶ, όω) κάνω ώστε να κλείσει μια πληγή, θεραπεύω νεοελλ. κάνω να λησμονηθεί κακό ή συμφορά («ο χρόνος επουλώνει τον πόνο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ουλόω «χαράζω, προξενώ ουλές»] …   Dictionary of Greek

  • επουλώνω — επούλωσα, επουλώθηκα, επουλωμένος, μτβ. 1. βοηθώ ώστε να κλείσει πληγή ή τραύμα. 2. μτφ., κάνω να ξεχαστεί κάτι κακό, θεραπεύω θλίψη ή συμφορά: Ο χρόνος θα επουλώσει τη λύπη σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαλσαμώνω — και μπαλσαμώνω και βαρσαμώνω και μπαρσαμώνω [βάλσαμο] 1. ταριχεύω, καθιστώ νεκρό, πτηνά ή ζώα άσηπτα χρησιμοποιώντας αντισηπτικές ουσίες 2. επουλώνω («βαλσάμωνέ μου την πληγή») 3. ευωδιάζω («βαλσαμωμένο αέρι») 4. καταπραΰνω («τα τρομαγμένα στήθη… …   Dictionary of Greek

  • επούλωση — η (AM ἐπούλωσις) [επουλώνω] θεραπεία, κλείσιμο πληγής …   Dictionary of Greek

  • εσχαρώνω — (Α ἐσχαρῶ, όω) [εσχάρα] 1. (για αλοιφές) σχηματίζω εσχάρα, κν, κακάδι, σε έλκος ή τραύμα, τό επουλώνω 2. παθ. εσχαρούμαι (για έλκη ή πληγές) επουλώνομαι, αποκτώ εσχάρα, κλείνω νεοελλ. αρχίζω την ναυπήγηση πλοίου στρώνοντας την τρόπιδά του πάνω… …   Dictionary of Greek

  • κατουλώ — κατουλῶ, όω (Α) συντελώ ώστε να κλείσει η πληγή και να σχηματιστεί ουλή, να μείνει μόνο το σημάδι της, επουλώνω («τὸν προσεσυριγγωμένον τόπον ἑλκώσαντας δεῑν κατουλώσαι», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οὐλῶ «χαράσσω, προξενώ ουλές»] …   Dictionary of Greek

  • κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… …   Dictionary of Greek

  • ουλώ — Αναφέρεται και ως Ιουλώ. Επίθετο της Δήμητρας της προστάτιδας των «ούλων» η «ιούλων», όπως λέγονταν στην αρχαία ελληνική τα χειρόβολα από θερισμένο κριθάρι. * * * (I) οὐλῶ, έω (Α) βλ. ούλω. (II) (ΑΜ οὐλῶ, όω) [ουλή] σχηματίζω ουλή, επιφέρω… …   Dictionary of Greek

  • σαρκοβλαστάνω — ΜΑ παράγω σάρκα, επουλώνω πληγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + βλαστάνω] …   Dictionary of Greek

  • σαρκώνω — σαρκῶ, όω, ΝΜΑ [σάρξ, σαρκός] 1. καλύπτω με σάρκα και, ιδίως, κλείνω πληγή, επουλώνω τραύμα ή έλκος 2. παθ. σαρκώνομαι (για τον Ιησού Χριστό) ενσαρκώνομαι, λαμβάνω ανθρώπινη υπόσταση («καὶ σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”